κατάσκοποι

κατάσκοποι
κατάσκοπος
one who reconnoitres
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Ραάβ — Πόρνη που κατοικούσε στην Ιεριχώ, στο σπίτι της οποίας κατέλυσαν οι δυο κατάσκοποι που έστειλε ο Ιησούς του Ναυή από τη Σατίν για να κατασκοπεύσουν την πόλη. Όταν ο βασιλιάς της Ιεριχούς τους καταζητούσε για να τους συλλάβει, η Ρ. τους έκρυψε στο …   Dictionary of Greek

  • Elena Nathanail — Élena Nathanaíl Élena Nathanaíl (en grec : Έλενα Ναθαναήλ) était une actrice grecque née le 31 janvier 1947 à Néa Philadelphia, une ville de la banlieue d Athènes et décédée le 5 mars 2008 à Athènes. Biographie La famille …   Wikipédia en Français

  • Élena Nathanaíl — (en grec : Έλενα Ναθαναήλ) était une actrice grecque née le 31 janvier 1947 à Néa Philadelphia, une ville de la banlieue d Athènes et décédée le 5 mars 2008 à Athènes. Biographie La famille paternelle d Élena Nathanaíl,… …   Wikipédia en Français

  • SPECULATORES — apud Firmicum l. 8. c. 26. Plutarcho in Galba, διοπτῆρες καὶ διάγγελοι, exploratores et annuntiatores, Dioni διόπται et ἐρευνηται, in Novo Test. quoque Σπεκουλάτωρες, ex antiquo in Legionibus apud romanos militâtunt et ab exploratoribus fuêre… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • SPECULATORIA — apud Tertullian. l. de Corona mil. c. 1. caliga dicta est, cum ait: Speculatoriam morosissimam pedibus absolvit; de militis Christiani exauctoratione loquens, cui inter alia militaie insignia etiam caligae detrahebantur. Usus est hâc voce… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κατήκοος — κατήκοος, ον (Α) 1. αυτός που ακούει με προσοχή, ακροατής («τῶν εἴ τίς ἐστιν... κατήκοος» εάν κάποιος έχει ακούσει νέα γι αυτά, Σοφ.) 2. αυτός που παρακολουθεί μαθήματα («κατήκοος λόγων» αυτός που σπουδάζει φιλοσοφία, Πλάτ.) 3. αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • προφυλακή — Νησί στη νότια πλευρά της Λέσβου και NΔ του ακρωτηρίου Αγρελιός. Το νησί βρίσκεται στα αριστερά εκείνου που προσπλέει από τα N τον κόλπο της Γέρας. * * * η, ΝΜΑ [φυλακή] εμπροσθοφυλακή, στρατιωτική δύναμη η οποία αποσπάται από τον κύριο όγκο τού… …   Dictionary of Greek

  • Θαλασσινός, Γρηγόρης (Γκρεγκ Τάλας) — (1909 – 1993). Αμερικανός σκηνοθέτης του κινηματογράφου, ελληνικής καταγωγής. Σπούδασε κινηματογράφο και θέατρο στο American Labοratοry Theatre του Μπολισκάφσκι, ενώ το 1930 ήταν μαθητευόμενος στη Μόσχα, στο Θέατρο Τέχνης Στανισλάφσκι. Εργάστηκε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”